θρασύφρων

θρασύφρων
θρᾰσύ-φρων, ον, gen. ονος,
A bold of mind, Opp.H.1.112.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θρασύφρων — θρασύφρων, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + φρων (< φρην, ενός), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • θρασύφρων — bold of mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύφρονα — θρασύφρων bold of mind neut nom/voc/acc pl θρασύφρων bold of mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύφρονες — θρασύφρων bold of mind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύφρονι — θρασύφρων bold of mind dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύφρονος — θρασύφρων bold of mind gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”